- ξαναγράφω
- (Μ ξαναγράφω)γράφω κάτι ξανά, γράφω για δεύτερη φοράμσν.στέλνω πάλι γραπτή εντολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… … Dictionary of Greek
μετεγγράφω — (Α μετεγγράφω) 1. εγγράφω εκ νέου, ξαναγράφω 2. εγγράφω σε νέο κατάλογο 3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγράφω από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγράφω … Dictionary of Greek
μεταγράφω — μτβ. 1. αντιγράφω, ξαναγράφω κάτι κάνοντας διορθώσεις. 2. (νομ.), κάνω μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο: Μετέγραψε το σπίτι του στο υποθηκοφυλακείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)